- τριχίουρος
- ο, Νζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών που απαντούν στις ελληνικές και, γενικότερα, στις θερμές και εύκρατες θάλασσες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiurus < θρίξ, τριχός + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. μελάν-ουρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Π. Ιωαννίδη].
Dictionary of Greek. 2013.